διαζομέναις

διαζομέναις
διάζομαι
set the warp in the loom
pres part mp fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προφορούμαι — έομαι, Α [πρόφορος] 1. (στην ύφανση με αργαλειό) διάζομαι, δένω τις κλωστές τού στημονιού στις διάστρες («προφορεῑσθαι τὸ ταῑς διαζομέναις τὸν στήμονα παραδιδόναι», Ησύχ.) 2. (για την αράχνη) υφαίνω τον ιστό μου 3. (για σκύλο) τρέχω εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”